- καψώνι
- το1. επίπονη άσκηση ή αγγαρεία στην οποία υποβάλλονται στρατιώτες ή τρόφιμοι στρατιωτικών κ.ά. σχολών από τους ανωτέρους τους για να ασκηθούν στην πειθαρχία και την υπακοή2. σκόπιμη παράλογη ταλαιπωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καψώνω ή < κάψα (II)].
Dictionary of Greek. 2013.